- κουπλέ
- τοζεύγος ομοιοκατάληκτων στίχων, αυτοδύναμων ως προς τη συντακτική δομή και το νόημά τους.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. couplet < μσν. γαλλ. couplet < αρχ. γαλλ. couple < λατ. copula «σύνδεσμος»].
Dictionary of Greek. 2013.