κουπλέ

κουπλέ
το
ζεύγος ομοιοκατάληκτων στίχων, αυτοδύναμων ως προς τη συντακτική δομή και το νόημά τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. couplet < μσν. γαλλ. couplet < αρχ. γαλλ. couple < λατ. copula «σύνδεσμος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βαρκαρόλα — Μουσική σύνθεση εμπνευσμένη από τα τραγούδια των Βενετσιάνων γονδολιέρηδων. Αποτελείται από μια μελωδία που στην αρχή τραγουδιέται σόλο και συνεχίζεται, όπως το γαλλικό κουπλέ (couplet), από χορωδία που τραγουδάει σε ταυτοφωνία. Κατά τον 19o αι.… …   Dictionary of Greek

  • ποτ-πουρί — το, Ν 1. μουσ. α) σειρά από μελωδίες παρμένες από όπερες ή οπερέτες συνδεδεμένες μεταξύ τους κατά τρόπο αυθαίρετο β) σειρά από κουπλέ ή ρεφραίν παρμένα από διαφορετικά τραγούδια 2. μτφ. συνονθύλευμα, σύνολο από ποικιλόμορφα πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • Κινκς — (The Kinks). Αγγλικό συγκρότημα ροκ μουσικής. Οι Κ. σχηματίστηκαν το 1963 στο Λονδίνο από τα αδέλφια Ρέι (τραγούδι και κιθάρα, 1944 –) και Ντέιβ (κιθάρα και πλήκτρα, 1947 –) Ντέιβις, με τον Πίτερ Κουέιφ στο μπάσο και –αφού προηγήθηκαν κάποιοι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”